- φοιτητόκοσμος
- οτο σύνολο των φοιτητών, ο φοιτητικός κόσμος, το φοιτηταριό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φοιτητόκοσμος — ο, Ν φοιτηταρειό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοιτητής + κόσμος] … Dictionary of Greek
κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek
φοιτηταρειό — το, Ν το σύνολο τών φοιτητών, φοιτητόκοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοιτητής + κατάλ. αρειό (πρβλ. παπαδ αρειό)] … Dictionary of Greek
φοιτηταριό — το ο φοιτητόκοσμος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)